Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιοιστικός
περίοιστος
View word page
περιοικίζω
place around

ShortDef

place around

Debugging

Headword:
περιοικίζω
Headword (normalized):
περιοικίζω
Headword (normalized/stripped):
περιοικιζω
IDX:
68853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68854
Key:

Data

{'content': 'place around'}