Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
περίοικος
View word page
περιοιδέω
swell round about

ShortDef

swell round about

Debugging

Headword:
περιοιδέω
Headword (normalized):
περιοιδέω
Headword (normalized/stripped):
περιοιδεω
IDX:
68850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68851
Key:

Data

{'content': 'swell round about'}