Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
περιοικοδομία
περιοικονομέω
View word page
περίοιδα
to know well how

ShortDef

to know well how

Debugging

Headword:
περίοιδα
Headword (normalized):
περίοιδα
Headword (normalized/stripped):
περιοιδα
IDX:
68849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68850
Key:

Data

{'content': 'to know well how'}