Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
περιοικοδόμημα
View word page
περίοδος2
a going round, a flank march
ShortDef
one who goes the rounds, patrol
a going round, a flank march
Debugging
Headword:
περίοδος2
Headword (normalized):
περίοδος
Headword (normalized/stripped):
περιοδος2
IDX:
68847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68848
Key:
Data
{'content': 'a going round, a flank march'}