Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
περιοικοδομέω
View word page
περίοδος
one who goes the rounds, patrol

ShortDef

one who goes the rounds, patrol
a going round, a flank march

Debugging

Headword:
περίοδος
Headword (normalized):
περίοδος
Headword (normalized/stripped):
περιοδος
IDX:
68846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68847
Key:

Data

{'content': 'one who goes the rounds, patrol'}