Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
περιοικίς
View word page
περιοδονίκης
one who gains victories in all the great games
ShortDef
one who gains victories in all the great games
Debugging
Headword:
περιοδονίκης
Headword (normalized):
περιοδονίκης
Headword (normalized/stripped):
περιοδονικης
IDX:
68845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68846
Key:
Data
{'content': 'one who gains victories in all the great games'}