Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
περιοίκιον
View word page
περιοδοιπορέω
walk about

ShortDef

walk about

Debugging

Headword:
περιοδοιπορέω
Headword (normalized):
περιοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
περιοδοιπορεω
IDX:
68844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68845
Key:

Data

{'content': 'walk about'}