Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
περιοικίζω
View word page
περιοδικός
acquired in one's travels
ShortDef
acquired in one's travels
Debugging
Headword:
περιοδικός
Headword (normalized):
περιοδικός
Headword (normalized/stripped):
περιοδικος
IDX:
68843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68844
Key:
Data
{'content': "acquired in one's travels"}