Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
περιοικία
View word page
περιοδίζω
to be periodical

ShortDef

to be periodical

Debugging

Headword:
περιοδίζω
Headword (normalized):
περιοδίζω
Headword (normalized/stripped):
περιοδιζω
IDX:
68842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68843
Key:

Data

{'content': 'to be periodical'}