Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
περιοιδέω
περιοικέω
View word page
περιοδεύω
to go all round

ShortDef

to go all round

Debugging

Headword:
περιοδεύω
Headword (normalized):
περιοδεύω
Headword (normalized/stripped):
περιοδευω
IDX:
68841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68842
Key:

Data

{'content': 'to go all round'}