Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
περίοιδα
View word page
περιοδευτής
traveller
ShortDef
traveller
Debugging
Headword:
περιοδευτής
Headword (normalized):
περιοδευτής
Headword (normalized/stripped):
περιοδευτης
IDX:
68839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68840
Key:
Data
{'content': 'traveller'}