Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
ἀνδριστέον
ἀνδριστέος
View word page
ἀνδριαντοποιός
a statue-maker, statuary, sculptor

ShortDef

a statue-maker, statuary, sculptor

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιός
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιος
IDX:
6883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6884
Key:

Data

{'content': 'a statue-maker, statuary, sculptor'}