Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
περίοδος2
περιοδώδης
View word page
περιοδεύσιμος
with circuitous ways

ShortDef

with circuitous ways

Debugging

Headword:
περιοδεύσιμος
Headword (normalized):
περιοδεύσιμος
Headword (normalized/stripped):
περιοδευσιμος
IDX:
68838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68839
Key:

Data

{'content': 'with circuitous ways'}