Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίξεστος
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
περιοδοιπορέω
περιοδονίκης
περίοδος
View word page
περίογκος
of great size, bulky

ShortDef

of great size, bulky

Debugging

Headword:
περίογκος
Headword (normalized):
περίογκος
Headword (normalized/stripped):
περιογκος
IDX:
68836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68837
Key:

Data

{'content': 'of great size, bulky'}