Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέριξ
περιξαίνομαι
περιξαμενῶς
περίξεστος
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
περιοδίζω
περιοδικός
View word page
περίξυσμα
shavings, scrapings

ShortDef

shavings, scrapings

Debugging

Headword:
περίξυσμα
Headword (normalized):
περίξυσμα
Headword (normalized/stripped):
περιξυσμα
IDX:
68833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68834
Key:

Data

{'content': 'shavings, scrapings'}