Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινοτίζω
περινότισις
πέριξ
περιξαίνομαι
περιξαμενῶς
περίξεστος
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
περιξύω
περίογκος
περιοδεία
περιοδεύσιμος
περιοδευτής
περιοδευτικός
περιοδεύω
View word page
περιξυράω
to shave all round

ShortDef

to shave all round

Debugging

Headword:
περιξυράω
Headword (normalized):
περιξυράω
Headword (normalized/stripped):
περιξυραω
IDX:
68831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68832
Key:

Data

{'content': 'to shave all round'}