Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
περινότισις
πέριξ
περιξαίνομαι
περιξαμενῶς
περίξεστος
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
περιξυράω
περίξυσις
περίξυσμα
περιξυστήρ
View word page
περιξαίνομαι
suffer laceration upon

ShortDef

suffer laceration upon

Debugging

Headword:
περιξαίνομαι
Headword (normalized):
περιξαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιξαινομαι
IDX:
68824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68825
Key:

Data

{'content': 'suffer laceration upon'}