Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
περινότισις
πέριξ
περιξαίνομαι
περιξαμενῶς
περίξεστος
περιξεστός
περιξέω
περιξηραίνομαι
περίξηρος
View word page
περινόστησις
a going about, wandering

ShortDef

a going about, wandering

Debugging

Headword:
περινόστησις
Headword (normalized):
περινόστησις
Headword (normalized/stripped):
περινοστησις
IDX:
68820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68821
Key:

Data

{'content': 'a going about, wandering'}