Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
ἀνδρίζω
ἀνδρικός
ἀνδρίον
Ἄνδριος
ἀνδρίς
ἄνδρισμα
View word page
ἀνδριαντοποιέω
to make statues

ShortDef

to make statues

Debugging

Headword:
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized):
ἀνδριαντοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντοποιεω
IDX:
6881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6882
Key:

Data

{'content': 'to make statues'}