Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
περινότισις
πέριξ
View word page
περινοέω
to contrive cunningly

ShortDef

to contrive cunningly

Debugging

Headword:
περινοέω
Headword (normalized):
περινοέω
Headword (normalized/stripped):
περινοεω
IDX:
68813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68814
Key:

Data

{'content': 'to contrive cunningly'}