Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
περινοστέω
περινόστησις
περινοτίζω
View word page
περινίζω
to wash off all round

ShortDef

to wash off all round

Debugging

Headword:
περινίζω
Headword (normalized):
περινίζω
Headword (normalized/stripped):
περινιζω
IDX:
68811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68812
Key:

Data

{'content': 'to wash off all round'}