Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
περίνοος
View word page
περινήχομαι
swim
ShortDef
swim
Debugging
Headword:
περινήχομαι
Headword (normalized):
περινήχομαι
Headword (normalized/stripped):
περινηχομαι
IDX:
68808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68809
Key:
Data
{'content': 'swim'}