Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
περινομή
View word page
περίνησος
edged with purple

ShortDef

edged with purple

Debugging

Headword:
περίνησος
Headword (normalized):
περίνησος
Headword (normalized/stripped):
περινησος
IDX:
68807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68808
Key:

Data

{'content': 'edged with purple'}