Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
περινίζω
περινίσομαι
περινοέω
περινόησις
περινοητικός
περίνοια
View word page
περίνημα
lotion

ShortDef

lotion

Debugging

Headword:
περίνημα
Headword (normalized):
περίνημα
Headword (normalized/stripped):
περινημα
IDX:
68806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68807
Key:

Data

{'content': 'lotion'}