Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιναιετάω
περιναιέτης
περινάϊος
περιναίω
περιναύτιος
περινάω
περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
περινήχομαι
Περίνθιος
Πέρινθος
View word page
περινεύω
bend forward and look round timidly

ShortDef

bend forward and look round timidly

Debugging

Headword:
περινεύω
Headword (normalized):
περινεύω
Headword (normalized/stripped):
περινευω
IDX:
68800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68801
Key:

Data

{'content': 'bend forward and look round timidly'}