Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινάϊος
περιναίω
περιναύτιος
περινάω
περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
περίνεφρος
περινέω
περινέω2
περίνεως
περίνημα
περίνησος
View word page
περινενοημένως
in a carefully thought-out fashion
ShortDef
in a carefully thought-out fashion
Debugging
Headword:
περινενοημένως
Headword (normalized):
περινενοημένως
Headword (normalized/stripped):
περινενοημενως
IDX:
68797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68798
Key:
Data
{'content': 'in a carefully thought-out fashion'}