Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινάϊος
περιναίω
περιναύτιος
περινάω
περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
περινέφελος
View word page
περιναιέτης
one of those who dwell round, a neighbour
ShortDef
one of those who dwell round, a neighbour
Debugging
Headword:
περιναιέτης
Headword (normalized):
περιναιέτης
Headword (normalized/stripped):
περιναιετης
IDX:
68791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68792
Key:
Data
{'content': 'one of those who dwell round, a neighbour'}