Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινάϊος
περιναίω
περιναύτιος
περινάω
περινέμομαι
περινενοημένως
περίνεος
περίνευσις
περινεύω
View word page
περιναιετάω
to dwell round about

ShortDef

to dwell round about

Debugging

Headword:
περιναιετάω
Headword (normalized):
περιναιετάω
Headword (normalized/stripped):
περιναιεταω
IDX:
68790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68791
Key:

Data

{'content': 'to dwell round about'}