Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
περιναιέτης
περινάϊος
περιναίω
περιναύτιος
περινάω
View word page
περιμοχθέω
sorrow greatly over

ShortDef

sorrow greatly over

Debugging

Headword:
περιμοχθέω
Headword (normalized):
περιμοχθέω
Headword (normalized/stripped):
περιμοχθεω
IDX:
68785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68786
Key:

Data

{'content': 'sorrow greatly over'}