Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
περιμυκής
περιμύρομαι
περιναιετάω
View word page
περίμητρος
with tough sap-wood

ShortDef

with tough sap-wood

Debugging

Headword:
περίμητρος
Headword (normalized):
περίμητρος
Headword (normalized/stripped):
περιμητρος
IDX:
68780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68781
Key:

Data

{'content': 'with tough sap-wood'}