Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
περιμοτόω
περιμοχθέω
περιμυδάω
περιμυκάομαι
View word page
περιμήκης
very tall
ShortDef
very tall
Debugging
Headword:
περιμήκης
Headword (normalized):
περιμήκης
Headword (normalized/stripped):
περιμηκης
IDX:
68777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68778
Key:
Data
{'content': 'very tall'}