Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμολυβδοχοέω
View word page
περίμετρος
very large; well-fitting; (n.) circumference
ShortDef
very large; well-fitting; (n.) circumference
Debugging
Headword:
περίμετρος
Headword (normalized):
περίμετρος
Headword (normalized/stripped):
περιμετρος
IDX:
68773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68774
Key:
Data
{'content': 'very large; well-fitting; (n.) circumference'}