Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
περίμητρος
View word page
περίμεστος
full all round, quite full of

ShortDef

full all round, quite full of

Debugging

Headword:
περίμεστος
Headword (normalized):
περίμεστος
Headword (normalized/stripped):
περιμεστος
IDX:
68770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68771
Key:

Data

{'content': 'full all round, quite full of'}