Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
περιμήρια
περιμηρύομαι
View word page
περίμεσος
in the middle
ShortDef
in the middle
Debugging
Headword:
περίμεσος
Headword (normalized):
περίμεσος
Headword (normalized/stripped):
περιμεσος
IDX:
68769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68770
Key:
Data
{'content': 'in the middle'}