Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
περιμήκετος
περιμήκης
View word page
περιμενετέον
one must await

ShortDef

one must await

Debugging

Headword:
περιμενετέον
Headword (normalized):
περιμενετέον
Headword (normalized/stripped):
περιμενετεον
IDX:
68767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68768
Key:

Data

{'content': 'one must await'}