Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
περιμετωπίδιος
περιμηκάομαι
View word page
περιμεμφής
blaming greatly

ShortDef

blaming greatly

Debugging

Headword:
περιμεμφής
Headword (normalized):
περιμεμφής
Headword (normalized/stripped):
περιμεμφης
IDX:
68765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68766
Key:

Data

{'content': 'blaming greatly'}