Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
περίμετρος
View word page
περιμελαίνομαι
to be black all round

ShortDef

to be black all round

Debugging

Headword:
περιμελαίνομαι
Headword (normalized):
περιμελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμελαινομαι
IDX:
68763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68764
Key:

Data

{'content': 'to be black all round'}