Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
περίμετρον
View word page
περιμάχομαι
fight around

ShortDef

fight around

Debugging

Headword:
περιμάχομαι
Headword (normalized):
περιμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαχομαι
IDX:
68762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68763
Key:

Data

{'content': 'fight around'}