Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
περιμετρέω
View word page
περιμάχητος
fought about, fought for

ShortDef

fought about, fought for

Debugging

Headword:
περιμάχητος
Headword (normalized):
περιμάχητος
Headword (normalized/stripped):
περιμαχητος
IDX:
68761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68762
Key:

Data

{'content': 'fought about, fought for'}