Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
περίμεστος
View word page
περιμαστεύω
go round and visit

ShortDef

go round and visit

Debugging

Headword:
περιμαστεύω
Headword (normalized):
περιμαστεύω
Headword (normalized/stripped):
περιμαστευω
IDX:
68760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68761
Key:

Data

{'content': 'go round and visit'}