Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
περίμεσος
View word page
περιμάσσω
to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification

ShortDef

to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification

Debugging

Headword:
περιμάσσω
Headword (normalized):
περιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιμασσω
IDX:
68759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68760
Key:

Data

{'content': 'to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification'}