Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειόω
ἀνδρειφόντης
ἀνδρεϊφόντης
ἀνδρείωμα
ἀνδρεράστρια
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντογλύφος
ἀνδριαντοειδής
ἀνδριαντοθήκη
ἀνδριαντοπλάστης
ἀνδριαντοπλαστική
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
ἀνδριαντοποιός
ἀνδριαντουργία
ἀνδριάς
View word page
ἀνδριαντίσκος
a puppet

ShortDef

a puppet

Debugging

Headword:
ἀνδριαντίσκος
Headword (normalized):
ἀνδριαντίσκος
Headword (normalized/stripped):
ανδριαντισκος
IDX:
6875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6876
Key:

Data

{'content': 'a puppet'}