Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
περιμένω
View word page
περιμάρναμαι
fight for
ShortDef
fight for
Debugging
Headword:
περιμάρναμαι
Headword (normalized):
περιμάρναμαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαρναμαι
IDX:
68758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68759
Key:
Data
{'content': 'fight for'}