Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
περιμέλας
περιμεμφής
περιμενεαίνω
περιμενετέον
View word page
περιμάρμαρος
sparkling

ShortDef

sparkling

Debugging

Headword:
περιμάρμαρος
Headword (normalized):
περιμάρμαρος
Headword (normalized/stripped):
περιμαρμαρος
IDX:
68757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68758
Key:

Data

{'content': 'sparkling'}