Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμελαίνομαι
View word page
περιμάκτρια
one that purifies by magic
ShortDef
one that purifies by magic
Debugging
Headword:
περιμάκτρια
Headword (normalized):
περιμάκτρια
Headword (normalized/stripped):
περιμακτρια
IDX:
68753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68754
Key:
Data
{'content': 'one that purifies by magic'}