Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
περιμαστεύω
περιμάχητος
περιμάχομαι
View word page
περιμαίνομαι
to rush furiously about

ShortDef

to rush furiously about

Debugging

Headword:
περιμαίνομαι
Headword (normalized):
περιμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαινομαι
IDX:
68752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68753
Key:

Data

{'content': 'to rush furiously about'}