Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
περιμάσσω
View word page
περιλωπίζω
strip

ShortDef

strip

Debugging

Headword:
περιλωπίζω
Headword (normalized):
περιλωπίζω
Headword (normalized/stripped):
περιλωπιζω
IDX:
68749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68750
Key:

Data

{'content': 'strip'}