Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
περιμάρμαρος
περιμάρναμαι
View word page
περιλύω
loosen round about
ShortDef
loosen round about
Debugging
Headword:
περιλύω
Headword (normalized):
περιλύω
Headword (normalized/stripped):
περιλυω
IDX:
68748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68749
Key:
Data
{'content': 'loosen round about'}