Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
περιμανώς
περιμαρμαίρω
View word page
περίλυπος
deeply grieved

ShortDef

deeply grieved

Debugging

Headword:
περίλυπος
Headword (normalized):
περίλυπος
Headword (normalized/stripped):
περιλυπος
IDX:
68746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68747
Key:

Data

{'content': 'deeply grieved'}