Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

περίληψις
περιλιμνάζω
περιλίπαρος
περιλιπής
περιλιχμάζω
περιλιχμάομαι
περιλίχμησις
περιλιχνεύω
περίλοιπος
περιλούω
περιλυγίζω
περιλυπία
περίλυπος
περίλυσις
περιλύω
περιλωπίζω
περιμάδαρος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμάκτρια
περιμανής
View word page
περιλυγίζω
bend

ShortDef

bend

Debugging

Headword:
περιλυγίζω
Headword (normalized):
περιλυγίζω
Headword (normalized/stripped):
περιλυγιζω
IDX:
68744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-68745
Key:

Data

{'content': 'bend'}